- θωτάζω
- θωτάζω (Α)(κατά τον Ησύχ.)τωθάζω*, χλευάζω, εμπαίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τωθάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωτάζει — θωτάζω pres ind mp 2nd sg θωτάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθάζω — ΜΑ, και θωτάζω, Α εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ αρχ. 1. απόλ. χλευάζω 2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ» β) «ἐρεθίζω» γ) «κακολογῶ» δ) «θωπεύω» ε) «κατακαυχῶμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ … Dictionary of Greek